- μάνδραις
- μάνδραenclosed spacefem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στένωμα — (Ιατρ.). Το στένεμα της ουρήθρας, του οισοφάγου ή του ουρητήρα. Όποια και αν είναι η ανατομική δομή που προσβάλλεται, το σ. αποτελεί συχνά μια παθολογική κατάσταση σημαντικής βαρύτητας και απαιτεί την έγκαιρη ιατρική αντιμετώπισή της. Τα αίτια… … Dictionary of Greek
στεγαστός — ή, όν, Α [στεγάζω] αυτός που έχει στέγη, στεγασμένος («οἰκοῡσι δ ἐν σπηλαίοις ἢ μάνδραις στεγασταῑς», Στράβ.) … Dictionary of Greek